- ταφικόν
- ταφ-ικόν, τό,A burial-money, PEnteux.20.5, 21.8 (iii B.C.), IG22.1323.11 (iii/ii B.C.), Ostr.Bodl. i 134 (pl., ii B.C.), BGU1668.14 (i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταφικόν — τὸ, Α τα έξοδα ενταφιασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + κατάλ. ικός (πρβλ. ναυτ ικόν)] … Dictionary of Greek